Τζίκος, Περικλής — Πολύγλωσσος λόγιος του 19ου αι., που γεννήθηκε το 1851 στο Λονδίνο από γονείς που κατάγονταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιταλία. Ίδρυσε στη Ρώμη το περιοδικό Μινέρβα. Ο Τ. έγραψε διάφορα έργα στα… … Dictionary of Greek
λαουτζίκος — ο 1. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα 2. οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι, ο κοσμάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαός + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. ουτζίκος (πρβλ. καβγα τζίκος, μασκαρα τζίκος)] … Dictionary of Greek
ταγαρτζίκα — η, Ν σακίδιο για το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγάρι + κατάλ. τζίκα, θηλ. τής υποκορ. κατάλ. τζίκος (πρβλ. λαον τζίκος)] … Dictionary of Greek
φουκαρατζίκος — ο, Ν αξιολύπητος ανθρωπάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + υποκορ. κατάλ. τζίκος* (πρβλ. λαου τζίκος)] … Dictionary of Greek
μασκαρατζίκος — ο 1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες 2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. τζίκος*] … Dictionary of Greek