-τζίκος

-τζίκος
κατάλ. υποκορ. ον. τής Νέας Ελληνικής (πρβλ. λαου-τζίκος, μασκαρα-τζίκος) η οποία έχει προέλθει από ένωση τής κατάλ. -τζής* και τής κατάλ. -ίκος, η οποία απαντά σε υποκοριστικά κύριων ονομάτων (πρβλ. Αντρ-ίκος, Μιμ-ίκος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τζίκος, Περικλής — Πολύγλωσσος λόγιος του 19ου αι., που γεννήθηκε το 1851 στο Λονδίνο από γονείς που κατάγονταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιταλία. Ίδρυσε στη Ρώμη το περιοδικό Μινέρβα. Ο Τ. έγραψε διάφορα έργα στα… …   Dictionary of Greek

  • λαουτζίκος — ο 1. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα 2. οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι, ο κοσμάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαός + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. ουτζίκος (πρβλ. καβγα τζίκος, μασκαρα τζίκος)] …   Dictionary of Greek

  • ταγαρτζίκα — η, Ν σακίδιο για το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγάρι + κατάλ. τζίκα, θηλ. τής υποκορ. κατάλ. τζίκος (πρβλ. λαον τζίκος)] …   Dictionary of Greek

  • φουκαρατζίκος — ο, Ν αξιολύπητος ανθρωπάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + υποκορ. κατάλ. τζίκος* (πρβλ. λαου τζίκος)] …   Dictionary of Greek

  • μασκαρατζίκος — ο 1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες 2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. τζίκος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”